συκοφαντίαν

συκοφαντίαν
συκοφαντίᾱν , συκοφαντία
vexatious
fem acc sg (attic doric aeolic)
συκοφαντίᾱν , συκοφαντίας
masc acc sg (attic epic doric aeolic)
συκοφαντίας
masc acc sg
σῡκοφαντίᾱν , συκοφαντίης
masc acc sg (attic epic doric aeolic)
σῡκοφαντίαν , συκοφαντίης
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συκοφαντία — η, ΝΜΑ [συκοφάντης] η ενέργεια τού συκοφάντη, ψευδής και αβάσιμη κατηγορία, διαβολή μσν. παρερμηνεία αρχ. 1. λογική απάτη, σόφισμα 2. καταπίεση 3. φρ. α) «δίδωμί τινι συκοφαντίαν» δίνω αφορμή για ψευδή κατηγορία εναντίον κάποιου (Δημοσθ.) β)… …   Dictionary of Greek

  • облыганиѥ — ОБЛЫГАНИ|Ѥ (3*), ˫А с. Клевета, ложное обвинение: аще ли инако облыгаѥть еп(с)пъ или съ нимь попове... акы скрьбь творѧще ѹбогыимъ. облыганиѥ же и зълословиѥ словѹ. (διαβολήν) ΚΕ XII, 956; Постисѧ или˫а. постиша же сѧ и наѹфеа ѹбивъше и. нъ онъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • συσκευάζω — ΝΜΑ [σκευάζω] νεοελλ. 1. τακτοποιώ διάφορα αντικείμενα σε κιβώτια ή δέματα για μεταφορά, αμπαλάρω 2. κάνω τη συσκευασία τυποποιημένου προϊόντος 3. παρασκευάζω φαρμακευτικό μίγμα μσν. αρχ. 1. τοποθετώ μαζί και ετοιμάζω διάφορα πράγματα («ἵππους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”